- ἐσπευσμένως
- ἐσπευσμένωςwith eager hasteindeclform (adverb)σπεύδωset goingperf part mp masc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εσπευσμένως — (ΑΜ ἐσπευσμένως) επίρρ. εν τάχει, γρήγορα, βιαστικά νεοελλ. επιπόλαια, αμελέτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσπευσμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού σπεύδω] … Dictionary of Greek
παραβιάζω — ΝΑ κάνω κάτι χρησιμοποιώντας βία, εισχωρώ κάπου με την βία ή ανοίγω κάτι χρησιμοποιώντας βίαια μέσα νεοελλ. 1. παραβαίνω νόμο, αθετώ συμφωνία 2. αναγκάζω κάποιον να βιαστεί πολύ, να ενεργήσει γρήγορα, να επισπεύσει κάτι 3. κάνω κάτι εσπευσμένως 4 … Dictionary of Greek